σκωληκοφάγων

σκωληκοφάγων
σκωληκοφάγος
eating worms
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπολαΐς — η / ὑπολαΐς, ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α νεοελλ. ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”